- κλήση
- (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να αναφέρει την αρχή και τον λόγο για τον οποίο γίνεται η κ. Δημιουργεί ορισμένες υποχρεώσεις, συμμόρφωση στην οποία μπορεί κανείς να εξαναγκασθεί με πρόστιμο ή βίαιη προσαγωγή ή να υποστεί συνέπειες άλλου είδους, όπως απόρριψη αίτησής του ή δίκη εναντίον του ερήμην κλπ.
κλητήριο θέσπισμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο δικαστήριο με κλητήριο θέσπισμα, το οποίο έχει μεγαλύτερη επισημότητα, περισσότερα στοιχεία και ορισμένες συνέπειες. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία η υπόθεση, μετά την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση, παραπέμπεται «δι’ απευθείας κλήσεως» στο ακροατήριο, χωρίς να προηγηθεί διαδικασία βουλεύματος. Έχει δε την έννοια να κατατοπίσει πληρέστερα τον κατηγορούμενο και να του δώσει δικαίωμα προσφυγής κατά του κλητήριου θεσπίσματος, ζητώντας να παραπεμφθεί στο δικαστικό συμβούλιο για βούλευμα. Ο κατηγορούμενος καλείται σε κάθε φάση της εναντίον του διαδικασίας, για να του δοθεί η δυνατότητα υπεράσπισης του εαυτού του. Η παράλειψη κλήτευσης δημιουργεί ακυρότητα και λόγο αναίρεσης, επειδή παραβιάζεται βασική αρχή των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, η οποία ονομάζεται δικαίωμα ακρόασης.
* * *η (AM κλῆσις)1. το να φωνάζει ένας κάποιον ή κάποιους ονομαστικά, η προφορική πρόσκληση, το φώναγμα κάποιου («κατιδών με πόρρωθεν ἐκάλεσε και παίζων ἅμα τῇ κλήσει», Πλάτ.)2. το κάλεσμα, η πρόσκληση σε δείπνο, σε συγκέντρωση κ.λπ. («ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν», Ξεν.)3. η πράξη με την οποία μάρτυρας ή κατηγορούμενος ή, γενικά, διάδικος καλείται να προσέλθει ορισμένη μέρα και ώρα ενώπιον τού δικαστηρίουνεοελλ.1. το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος στο δικαστήριο, στην αστυνομία, στην εφορία ή σε άλλη αρχή (α. «πήρε κλήση από τον τροχονόμο για παράνομη στάθμευση» β. «μού ήλθε κλήση για να απολογηθώ»)2. ακουστή ή ορατή σηματοδότηση που προσκαλεί έναν συνδρομητή τηλεφώνου ή τον χειριστή μιας τηλεπικοινωνιακής συσκευής να μπει στο κύκλωμα τηλεπικοινωνίας που τόν καλεί3. ο χειρισμός που πραγματοποιείται στην αυτόματη τηλεφωνία από κάποιον που καλεί για να έλθει σε επικοινωνία με το κύκλωμα που επιλέγει, καθώς και το σύνολο τών χειρισμών για την πραγματοποίηση αυτής τής επαφής4. φρ. α) «ονομαστική κλήση» — η εκφώνηση ονομάτων από κατάλογοβ) «διάταξη κλήσεων» — όργανο που επιτρέπει την πραγματοποίηση μιας τηλεφωνικής κλήσεως είτε από την τηλεφωνική συσκευή τού συνδρομητή είτε από τη θέση τού τηλεφωνικού μεταλλάκτημσν.1. κληρονομία («τὴν ἐξ ἀδιαθέτου κλῆσιν», Αθαν. Σχολ.)2. φρ. «εἰς κλῆσιν» — στο όνομαμσν.-αρχ.χαρακτηρισμός κάποιου με ένα όνομα, επωνυμία, ονομασία («οἱ γενεθλιολόγοι φέροντες κλῆσιν μάγων», Βί. Αλεξ.)αρχ.1. επίκληση, πρόσκληση, προς θεούς ή ανθρώπους για βοήθεια ή μαγική επίκληση2. ο καθορισμός κάποιου από τον θεό για κάποιο έργο, ο προορισμός, η αποστολή («ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει, ἧ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω», ΚΔ)3. γραμμ. η ονομαστική πτώση, η κατάληξη τής ονομαστικής, ειδικώς σχετικά με όντα φύσει ουδέτερα («ἐχόντων θηλείας ἤ ἄρρενος κλῆσιν», Αριστοτ.)4. ομάδα προσώπων με κοινή υποχρέωση για ορισμένη εισφορά ή υπηρεσία («ἐγένοντο δὲ συμμορίαι μὲν ἔξ, ἅς καλοῦσι Ρωμαῖοι κλάσεις κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες», Δίον. Αλ.)5. φρ. «μιᾷ κλήσει» — με ένα περιληπτικό όνομα, με μια ονομασία («σύμπασι δὲ τοῖς ἄλλοις γένεσιν... βάρβαροι μιᾷ κλήσει προσειπόντες», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐκλή-θην, παθ. αόρ. τού καλῶ) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.